- γναθικός
- -ή, -ό [γνάθος]1. ο σχετικός με το γνάθιο2. ο σχετικός με τη γνάθο3. φρ. «γναθικό πόδι», «γναθικός πους» — ονομασία για τα τρία πρώτα ζευγάρια τών θωρακικών ποδιών τών Καρκινοειδών, με τα οποία πιάνουν την τροφή και τή μεταφέρουν στο στόμα.
Dictionary of Greek. 2013.