γναθικός

γναθικός
-ή, -ό [γνάθος]
1. ο σχετικός με το γνάθιο
2. ο σχετικός με τη γνάθο
3. φρ. «γναθικό πόδι», «γναθικός πους» — ονομασία για τα τρία πρώτα ζευγάρια τών θωρακικών ποδιών τών Καρκινοειδών, με τα οποία πιάνουν την τροφή και τή μεταφέρουν στο στόμα.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • γναθικός — ή, ό ο γναθιαίος …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • Сростноглоточные — (лат. Pharyngognathi, от лат. Pharynx глотка и греч. γναθικός челюстной) подотряд костистых рыб (Teleostei), отличающийся тем, что нижнеглоточные кости срастаются или тесно соединены между собой. Сюда относятся несколько семейств… …   Википедия

  • κροταφογναθικός — ή, ό 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται συγχρόνως στον κρόταφο και στη γνάθο («κροταφογναθική άρθρωση» η άρθρωση που συνδέει τον κόνδυλο τής κάτω γνάθου με την κροταφική γλήνη τού κροταφικού οστού). [ΕΤΥΜΟΛ. < κρόταφος + γναθικός. Απόδοση στην… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”